- παραγγελιοδοχικός
- -ή, -όαυτός που αναφέρεται ή ανήκει στον παραγγελιοδόχο: Η τελειοποίηση των μέσων μαζικής ενημερώσεως και επικοινωνιών περιόρισε τις παραγγελιοδοχικές εργασίες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.